- τσάμικος
- Χορός της ηπειρωτικής Ελλάδας, που διαφέρει όμως κατά περιοχές: τ. της Ηπείρου, της Ρούμελης (ο κατεξοχήν τ.), της Πελοποννήσου και της βορειοδυτικής Θεσσαλίας. Άλλοτε χορεύεται με 12 και άλλοτε με 16 βασικά βήματα· εκτός από αυτά όμως υπάρχουν διάφορες παραλλαγές, με τις οποίες ο πρωτοχορευτής επιδεικνύει τη χορευτική του ικανότητα: ψηλά πηδήματα, καθίσματα, ψαλίδια, τούμπες στον αέρα κ.ά. Υπάρχει κι ένας πιο αργός τ., ο λεγόμενος αρβανίτικος, που τον χορεύουν κυρίως γυναίκες.
* * *-η, -ο, Ν [τσάμης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσάμηδες2. το αρσ. ως ουσ. ο τσάμικος(ενν. χορός) είδος παραδοσιακού χορού που χορεύεται, κυρίως, στις περιοχές τής Ηπείρου και τής Θεσσαλίας3. φρ. «μάς έγινε τσάμικος ταμπάκος» — έγινε πολύ ενοχλητικός.
Dictionary of Greek. 2013.